σέβα

σέβα
σέβᾱ , σέβας
reverential awe
neut nom/voc/acc pl
σέβᾱ , σέβας
reverential awe
neut nom/voc/acc dual
σέβᾱ , σέβος
neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπέερ Σεβά — Πόλη (160.364 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Πόλη που ιδρύθηκε πρόσφατα, είναι κτισμένη, σύμφωνα με το σχέδιο γεωργικής και μεταλλευτικής αξιοποίησης της περιοχής των εγγειοβελτιωτικών έργων της Nεγκέβ, σε μια αρχαία τοποθεσία που έδειχνε το νότιο… …   Dictionary of Greek

  • σέβας — σέβᾱς , σέβας reverential awe neut gen sg (doric aeolic) σέβας reverential awe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Publius Quinctilius Varus — (* 47/46 v. Chr. in Cremona; † 9 n. Chr in Germanien) war ein Senator und Feldherr der augusteischen Zeit. Sein Name ist vor allem mit der römischen Niederlage in der nach ihm benannten Varusschlacht verbunden, bei der unter seiner Führung drei… …   Deutsch Wikipedia

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Σεβαστή — I Όνομα αρχαίων πόλεων της Μ. Ασίας και της Παλαιστίνης. 1. Πόλη της Λυδίας, ερείπια της οποίας βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, κοντά στο σημερινό Σελτυζκλέρ Από τα μνημεία και τις επιγραφές συμπεραίνεται ότι στην ίδια θέση… …   Dictionary of Greek

  • ИГУМЕНИЯ — [ἡ ἡγουμένη, ἡγουμένισσα управительница, руководительница], настоятельница мон ря. В древней Церкви наряду с появлением муж. мон рей стали создаваться и жен. общины, приобретавшие затем статус мон ря, во главе к рого стояла настоятельница. О… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”